- κρηπῑδαῖον
- κρηπῑδαῖον, τό, das Fundament eines Hauses
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρηπιδαίον — κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α) η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. αῖον (πρβλ. καλαμ αίον, λιμν αίον)] … Dictionary of Greek
κρηπιδαῖον — basement of a house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπιδαίου — κρηπιδαῖον basement of a house neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek